Translation meaning & definition of the word "kosher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άσχης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kosher
[Κόζερ]/koʊʃər/
noun
1. Food that fulfills the requirements of jewish dietary law
- synonym:
- kosher
1. Τρόφιμα που πληρούν τις απαιτήσεις του εβραϊκού διατροφικού δικαίου
- συνώνυμο:
- κοσέρ
adjective
1. Conforming to dietary laws
- "Kosher meat"
- "A kosher kitchen"
- synonym:
- kosher ,
- cosher
1. Συμμόρφωση με τους διατροφικούς νόμους
- "Κράος της παραγωγής"
- "Κουζίνα κοσέρ"
- συνώνυμο:
- κοσέρ ,
- περιπλανώμενοσ
2. Proper or legitimate
- synonym:
- kosher
2. Σωστός ή νόμιμος
- συνώνυμο:
- κοσέρ