Translation meaning & definition of the word "kos" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kos
[Κως]/kɑs/
noun
1. (in india) a unit of length having different values in different localities
- synonym:
- kos ,
- coss
1. (ιν ινδία) μια μονάδα μήκους που έχει διαφορετικές τιμές σε διαφορετικές τοποθεσίες
- συνώνυμο:
- κως ,
- κουτσομπολιό