Translation meaning & definition of the word "kohl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kohl
[Κοχλ]/koʊl/
noun
1. A cosmetic preparation used by women in egypt and arabia to darken the edges of their eyelids
- synonym:
- kohl
1. Ένα καλλυντικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιούν οι γυναίκες στην αίγυπτο και την αραβία για να σκουρύνουν τις άκρες των βλεφάρων τους
- συνώνυμο:
- κολ