Translation meaning & definition of the word "know" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνωρίζετε" στην ελληνική γλώσσα
Know
[Γνωρίζω]noun
1. The fact of being aware of information that is known to few people
- "He is always in the know"
- synonym:
- know
1. Το γεγονός ότι γνωρίζουμε τις πληροφορίες που είναι γνωστές σε λίγους ανθρώπους
- "Είναι πάντα στο ενήμερο"
- συνώνυμο:
- ξέρω
verb
1. Be cognizant or aware of a fact or a specific piece of information
- Possess knowledge or information about
- "I know that the president lied to the people"
- "I want to know who is winning the game!"
- "I know it's time"
- synonym:
- know ,
- cognize ,
- cognise
1. Να είστε ενήμεροι ή να γνωρίζετε ένα γεγονός ή ένα συγκεκριμένο κομμάτι των πληροφοριών
- Να έχετε γνώση ή πληροφορίες σχετικά με
- "Γνωρίζω ότι ο πρόεδρος είπε ψέματα στο λαό"
- "Θέλω να ξέρω ποιος κερδίζει το παιχνίδι!"
- "Ξέρω ότι ήρθε η ώρα"
- συνώνυμο:
- ξέρω ,
- γνωρίζω
2. Know how to do or perform something
- "She knows how to knit"
- "Does your husband know how to cook?"
- synonym:
- know
2. Μάθετε πώς να κάνετε ή να εκτελέσετε κάτι
- "Ξέρει πώς να πλέκει"
- "Ο σύζυγός σας ξέρει να μαγειρεύει?"
- συνώνυμο:
- ξέρω
3. Be aware of the truth of something
- Have a belief or faith in something
- Regard as true beyond any doubt
- "I know that i left the key on the table"
- "Galileo knew that the earth moves around the sun"
- synonym:
- know
3. Να γνωρίζετε την αλήθεια για κάτι
- Να έχεις πίστη ή πίστη σε κάτι
- Να θεωρείτε αληθινό πέρα από κάθε αμφιβολία
- "Ξέρω ότι άφησα το κλειδί στο τραπέζι"
- "Ο γαλιλαίος ήξερε ότι η γη κινείται γύρω από τον ήλιο"
- συνώνυμο:
- ξέρω
4. Be familiar or acquainted with a person or an object
- "She doesn't know this composer"
- "Do you know my sister?"
- "We know this movie"
- "I know him under a different name"
- "This flower is known as a peruvian lily"
- synonym:
- know
4. Να είστε εξοικειωμένοι ή εξοικειωμένοι με ένα άτομο ή ένα αντικείμενο
- "Δεν γνωρίζει αυτόν τον συνθέτη"
- "Ξέρεις την αδερφή μου?"
- "Ξέρω αυτή την ταινία"
- "Τον ξέρω με διαφορετικό όνομα"
- "Αυτό το λουλούδι είναι γνωστό ως περουβιανό κρίνο"
- συνώνυμο:
- ξέρω
5. Have firsthand knowledge of states, situations, emotions, or sensations
- "I know the feeling!"
- "Have you ever known hunger?"
- "I have lived a kind of hell when i was a drug addict"
- "The holocaust survivors have lived a nightmare"
- "I lived through two divorces"
- synonym:
- know ,
- experience ,
- live
5. Έχουν από πρώτο χέρι γνώση καταστάσεων, καταστάσεων, συναισθημάτων ή αισθήσεων
- "Ξέρω το συναίσθημα!"
- "Έχετε γνωρίσει ποτέ την πείνα?"
- "Έχω ζήσει ένα είδος κόλασης όταν ήμουν ναρκομανής"
- "Οι επιζώντες του ολοκαυτώματος έχουν ζήσει έναν εφιάλτη"
- "Ζούσα μέσα από δύο διαζύγια"
- συνώνυμο:
- ξέρω ,
- εμπειρία ,
- ζωντανόσ
6. Accept (someone) to be what is claimed or accept his power and authority
- "The crown prince was acknowledged as the true heir to the throne"
- "We do not recognize your gods"
- synonym:
- acknowledge ,
- recognize ,
- recognise ,
- know
6. Αποδεχτείτε το (-κάποιος) να είναι αυτό που ισχυρίζεται ή να αποδεχθεί τη δύναμη και την εξουσία του
- "Ο πρίγκιπας του στέμματος αναγνωρίστηκε ως ο αληθινός κληρονόμος του θρόνου"
- "Δεν αναγνωρίζουμε τους θεούς σας"
- συνώνυμο:
- αναγνωρίζω ,
- ξέρω
7. Have fixed in the mind
- "I know latin"
- "This student knows her irregular verbs"
- "Do you know the poem well enough to recite it?"
- synonym:
- know
7. Έχω καθορίσει στο μυαλό
- "Ξέρω λατινικά"
- "Αυτός ο μαθητής γνωρίζει τα ακανόνιστα ρήματά της"
- "Ξέρεις το ποίημα αρκετά καλά για να το απαγγείλεις?"
- συνώνυμο:
- ξέρω
8. Have sexual intercourse with
- "This student sleeps with everyone in her dorm"
- "Adam knew eve"
- "Were you ever intimate with this man?"
- synonym:
- sleep together ,
- roll in the hay ,
- love ,
- make out ,
- make love ,
- sleep with ,
- get laid ,
- have sex ,
- know ,
- do it ,
- be intimate ,
- have intercourse ,
- have it away ,
- have it off ,
- screw ,
- fuck ,
- jazz ,
- eff ,
- hump ,
- lie with ,
- bed ,
- have a go at it ,
- bang ,
- get it on ,
- bonk
8. Έχετε σεξουαλική επαφή με
- "Αυτή η μαθήτρια κοιμάται με όλους στο κοιτώνα της"
- "Ο αδάμ ήξερε την εύα"
- "Έχετε ποτέ οικεία με αυτόν τον άνθρωπο?"
- συνώνυμο:
- κοιμηθείτε μαζί ,
- τυλίγω στο σανό ,
- αγάπη ,
- βγάζω βαθιά ,
- κάνω έρωτα ,
- κοιμάμαι με ,
- παίζω ,
- κάνω σεξ ,
- ξέρω ,
- κάνω το ,
- είμαι οικείος ,
- έχω σεξουαλική επαφή ,
- το έχω μακριά ,
- το απομακρύνω ,
- βίδα ,
- γαμώ ,
- τζαζ ,
- εξαγωγή ,
- αναταραχή ,
- ξαπλώνω ,
- κρεβάτι ,
- πηγαίνω σε αυτό ,
- μπανγκ ,
- το παίρνω ,
- καλό
9. Know the nature or character of
- "We all knew her as a big show-off"
- synonym:
- know
9. Γνωρίστε τη φύση ή το χαρακτήρα του
- "Όλοι την γνωρίζαμε ως μια μεγάλη επίδειξη"
- συνώνυμο:
- ξέρω
10. Be able to distinguish, recognize as being different
- "The child knows right from wrong"
- synonym:
- know
10. Να είστε σε θέση να διακρίνετε, να αναγνωρίζετε ως διαφορετικό
- "Το παιδί ξέρει το σωστό από το λάθος"
- συνώνυμο:
- ξέρω
11. Perceive as familiar
- "I know this voice!"
- synonym:
- know
11. Αντιλαμβάνομαι ως οικεία
- "Ξέρω αυτή τη φωνή!"
- συνώνυμο:
- ξέρω