Translation meaning & definition of the word "knotted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνωστή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Knotted
[Σπρώχνω]/nɑtɪd/
adjective
1. Tied with a knot
- "His carefully knotted necktie"
- synonym:
- knotted
1. Δεμένο με ένα κόμπο
- "Είναι προσεκτικά κόμπους λαιμού"
- συνώνυμο:
- κόμποσ
2. Used of old persons or old trees
- Covered with knobs or knots
- "Gnarled and knotted hands"
- "A knobbed stick"
- synonym:
- gnarled ,
- gnarly ,
- knotted ,
- knotty ,
- knobbed
2. Χρησιμοποιείται από παλιά πρόσωπα ή παλιά δέντρα
- Καλύπτεται με κουμπιά ή κόμπους
- "Γυμνά και δεμένα χέρια"
- "Ένα ραβδί κουμπώματος"
- συνώνυμο:
- παραφυλλίζω ,
- αποτυχημένοσ ,
- κόμποσ ,
- ανακατωμένοσ ,
- περιστρεφόμενοσ
Examples of using
Tom knotted the rope securely.
Ο Τομ έσκυψε το σχοινί με ασφάλεια.