Translation meaning & definition of the word "knock" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "χτύπημα" στην ελληνική γλώσσα
Knock
[Χτύπημα]noun
1. The sound of knocking (as on a door or in an engine or bearing)
- "The knocking grew louder"
- synonym:
- knock ,
- knocking
1. Ο ήχος του χτυπήματος (όπως σε μια πόρτα ή σε μια μηχανή ή ρουλεμάν)
- "Το χτύπημα έγινε πιο δυνατό"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- χτυπώντας
2. Negative criticism
- synonym:
- knock ,
- roast
2. Αρνητική κριτική
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- ψητό
3. A vigorous blow
- "The sudden knock floored him"
- "He took a bash right in his face"
- "He got a bang on the head"
- synonym:
- knock ,
- bash ,
- bang ,
- smash ,
- belt
3. Ένα δυνατό χτύπημα
- "Το ξαφνικό χτύπημα τον επέπλευσε"
- "Του πήρε ένα μπας ακριβώς στο πρόσωπο"
- "Χτύπησε το κεφάλι"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- μπας ,
- μπαμ ,
- συντριβή ,
- ζώνη
4. A bad experience
- "The school of hard knocks"
- synonym:
- knock
4. Μια κακή εμπειρία
- "Η σχολή των σκληρών χτυπημάτων"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
5. The act of hitting vigorously
- "He gave the table a whack"
- synonym:
- knock ,
- belt ,
- rap ,
- whack ,
- whang
5. Η πράξη του να χτυπάς δυνατά
- "Έδωσε στο τραπέζι ένα χτύπημα"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- ζώνη ,
- ραπ ,
- παλαβόσ ,
- πτέρυγα
verb
1. Deliver a sharp blow or push :"he knocked the glass clear across the room"
- synonym:
- knock ,
- strike hard
1. Δώστε ένα απότομο χτύπημα ή ώθηση : "χτύπησε το γυαλί καθαρά σε όλο το δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- χτύπα δυνατά
2. Rap with the knuckles
- "Knock on the door"
- synonym:
- knock
2. Ραπ με τις αρθρώσεις
- "Χτύπα την πόρτα"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
3. Knock against with force or violence
- "My car bumped into the tree"
- synonym:
- bump ,
- knock
3. Χτυπήστε ενάντια με βία ή βία
- "Το αυτοκίνητό μου χτύπησε στο δέντρο"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
4. Make light, repeated taps on a surface
- "He was tapping his fingers on the table impatiently"
- synonym:
- tap ,
- rap ,
- knock ,
- pink
4. Κάντε ελαφριές, επαναλαμβανόμενες βρύσες σε μια επιφάνεια
- "Χτυπούσε τα δάχτυλά του στο τραπέζι ανυπόμονα"
- συνώνυμο:
- πατήστε ,
- ραπ ,
- χτύπημα ,
- ροζ
5. Sound like a car engine that is firing too early
- "The car pinged when i put in low-octane gasoline"
- "The car pinked when the ignition was too far retarded"
- synonym:
- pink ,
- ping ,
- knock
5. Ακούγεται σαν κινητήρας αυτοκινήτου που πυροβολεί πολύ νωρίς
- "Το αυτοκίνητο έκανε ping όταν έβαλα βενζίνη χαμηλών οκτανίων"
- "Το αυτοκίνητο ροζ όταν η ανάφλεξη ήταν πολύ καθυστερημένη"
- συνώνυμο:
- ροζ ,
- ping ,
- χτύπημα
6. Find fault with
- Express criticism of
- Point out real or perceived flaws
- "The paper criticized the new movie"
- "Don't knock the food--it's free"
- synonym:
- knock ,
- criticize ,
- criticise ,
- pick apart
6. Βρείτε λάθος
- Εκφράστε κριτική σε
- Επισημάνετε πραγματικά ή αντιληπτά ελαττώματα
- "Η εφημερίδα επέκρινε τη νέα ταινία"
- "Μην χτυπάς το φαγητό - είναι δωρεάν"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- κριτικάρω ,
- επικρίνω ,
- ξεχωρίζω