Translation meaning & definition of the word "knob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κνομπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Knob
[Κουδουνίζω]/nɑb/
noun
1. A circular rounded projection or protuberance
- synonym:
- knob ,
- boss
1. Μια κυκλική στρογγυλεμένη προβολή ή προεξοχή
- συνώνυμο:
- κουμπί ,
- αφεντικό
2. A round handle
- synonym:
- knob
2. Μια στρογγυλή λαβή
- συνώνυμο:
- κουμπί
3. Any thickened enlargement
- synonym:
- node ,
- knob ,
- thickening
3. Οποιαδήποτε πυκνή διεύρυνση
- συνώνυμο:
- κόμβος ,
- κουμπί ,
- πάχυνση
4. An ornament in the shape of a ball on the hilt of a sword or dagger
- synonym:
- knob ,
- pommel
4. Ένα στολίδι σε σχήμα μπάλας στη λαβή ενός σπαθιού ή στιλέτου
- συνώνυμο:
- κουμπί ,
- πομελέτα
Examples of using
Twist that knob to the right and the box will open.
Περιστρέψτε το κουμπί προς τα δεξιά και το κουτί θα ανοίξει.