Translation meaning & definition of the word "kneeling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλείσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kneeling
[Γονατίζω]/nilɪŋ/
noun
1. Supporting yourself on your knees
- synonym:
- kneel ,
- kneeling
1. Υποστηρίζετε τον εαυτό σας στα γόνατά σας
- συνώνυμο:
- γονατίζω