Translation meaning & definition of the word "kneel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κνησμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kneel
[Γονατίζω]/nil/
noun
1. Supporting yourself on your knees
- synonym:
- kneel ,
- kneeling
1. Υποστηρίζετε τον εαυτό σας στα γόνατά σας
- συνώνυμο:
- γονατίζω
verb
1. Rest one's weight on one's knees
- "In church you have to kneel during parts of the service"
- synonym:
- kneel
1. Ξεκουραστείτε το βάρος κάποιου στα γόνατα
- "Στην εκκλησία πρέπει να γονατίσετε κατά τη διάρκεια τμημάτων της υπηρεσίας"
- συνώνυμο:
- γονατίζω