Translation meaning & definition of the word "kneecap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κεφάλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kneecap
[Γονατιστήριο]/nikæp/
noun
1. A small flat triangular bone in front of the knee that protects the knee joint
- synonym:
- patella ,
- kneecap ,
- kneepan
1. Ένα μικρό επίπεδο τριγωνικό οστό μπροστά από το γόνατο που προστατεύει την άρθρωση του γόνατος
- συνώνυμο:
- πατέλα ,
- επιγονατίδα ,
- γουνεπάνη
verb
1. Shoot in the kneecap, often done by terrorist groups as a warning
- "They kneecapped the industrialist"
- synonym:
- kneecap
1. Πυροβολήστε στο γόνατο, συχνά γίνεται από τρομοκρατικές ομάδες ως προειδοποίηση
- "Ζυμώνουν τον βιομήχανο"
- συνώνυμο:
- επιγονατίδα