Translation meaning & definition of the word "knee" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κνέφωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Knee
[Γόνατο]/ni/
noun
1. Hinge joint in the human leg connecting the tibia and fibula with the femur and protected in front by the patella
- synonym:
- knee ,
- knee joint ,
- human knee ,
- articulatio genus ,
- genu
1. Άρθρωση άρθρωσης στο ανθρώπινο πόδι που συνδέει την κνήμη και την ινουλίτσα με το μηριαίο και προστατεύεται μπροστά από την επιγον
- συνώνυμο:
- γόνατο ,
- άρθρωση του γόνατος ,
- ανθρώπινο γόνατο ,
- γένος αρτουλάτιου ,
- γουνού
2. Joint between the femur and tibia in a quadruped
- Corresponds to the human knee
- synonym:
- stifle ,
- knee
2. Άρθρωση μεταξύ του μηρού και της κνήμης σε ένα τετραπλάσιο
- Αντιστοιχεί στο ανθρώπινο γόνατο
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- γόνατο
3. The part of a trouser leg that provides the cloth covering for the knee
- synonym:
- knee
3. Το μέρος ενός ποδιού παντελονιού που παρέχει το κάλυμμα υφάσματος για το γόνατο
- συνώνυμο:
- γόνατο
Examples of using
I used to be an adventurer like you, then I took an arrow in the knee.
Ήμουν ένας τυχοδιώκτης σαν εσένα, τότε πήρα ένα βέλος στο γόνατο.
My knee hurts.
Το γόνατό μου πονάει.
When I fell I tore a hole in the knee of my pants.
Όταν έπεσα έσκισα μια τρύπα στο γόνατο του παντελονιού μου.