Translation meaning & definition of the word "knead" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γνάθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Knead
[Ζυμώνω]/nid/
verb
1. Make uniform
- "Knead dough"
- "Work the clay until it is soft"
- synonym:
- knead ,
- work
1. Κάνω στολή
- "Ζυμη ζυμωμένη"
- "Εργαστείτε τον πηλό μέχρι να μαλακώσει"
- συνώνυμο:
- ζυμώνω ,
- εργασία
2. Manually manipulate (someone's body), usually for medicinal or relaxation purposes
- "She rubbed down her child with a sponge"
- synonym:
- massage ,
- rub down ,
- knead
2. Χειροκίνητο χειρισμό του σώματος της (απόνης), συνήθως για ιατρικούς ή χαλαρωτικούς σκοπούς
- "Έτριψε το παιδί της με ένα σφουγγάρι"
- συνώνυμο:
- μασάζ ,
- τρίβω ,
- ζυμώνω
Examples of using
Unblended gold in its pure form is so soft, that one can knead it by hand.
Ο ανάμεικτος χρυσός στην καθαρή του μορφή είναι τόσο μαλακός, που μπορεί κανείς να τον ζυμώσει με το χέρι.