Translation meaning & definition of the word "knave" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κνάβε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Knave
[Κναβούρι]/nev/
noun
1. A deceitful and unreliable scoundrel
- synonym:
- rogue ,
- knave ,
- rascal ,
- rapscallion ,
- scalawag ,
- scallywag ,
- varlet
1. Ένας απατηλός και αναξιόπιστος αχρείος
- συνώνυμο:
- αναβλύζω ,
- κτύπημα ,
- αναβραστικόσ ,
- ραπαλλιόν ,
- βαθμωτή ,
- απολέπιση ,
- βαρλί
2. One of four face cards in a deck bearing a picture of a young prince
- synonym:
- jack ,
- knave
2. Μία από τις τέσσερις κάρτες προσώπου σε ένα κατάστρωμα που φέρει μια εικόνα ενός νεαρού πρίγκιπα
- συνώνυμο:
- τζακ ,
- κτύπημα