Translation meaning & definition of the word "kitty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γατούλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kitty
[Γατούλα]/kɪti/
noun
1. The combined stakes of the betters
- synonym:
- pool ,
- kitty
1. Τα συνδυασμένα στοιχήματα των καλυμμάτων
- συνώνυμο:
- πισίνα ,
- γατούλα
2. The cumulative amount involved in a game (such as poker)
- synonym:
- pot ,
- jackpot ,
- kitty
2. Το σωρευτικό ποσό που εμπλέκεται σε ένα παιχνίδι (όπως το πόκερ)
- συνώνυμο:
- δοχείο ,
- τζάκποτ ,
- γατούλα
3. Young domestic cat
- synonym:
- kitten ,
- kitty
3. Νεαρή οικιακή γάτα
- συνώνυμο:
- γατάκι ,
- γατούλα
4. Informal terms referring to a domestic cat
- synonym:
- kitty ,
- kitty-cat ,
- puss ,
- pussy ,
- pussycat
4. Άτυποι όροι που αναφέρονται σε μια οικιακή γάτα
- συνώνυμο:
- γατούλα ,
- γάτα ,
- πουλί ,
- μουνί ,
- μουντάκι
Examples of using
The kitty is trying to hide from the rain.
Η γάτα προσπαθεί να κρυφτεί από τη βροχή.
Here, kitty kitty!
Εδώ, γατούλα γατούλα!