Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "kite" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρταετός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Kite

[Κιτ]
/kaɪt/

noun

1. A bank check that has been fraudulently altered to increase its face value

    synonym:
  • kite

1. Ένας τραπεζικός έλεγχος που έχει μεταβληθεί με δόλιο τρόπο για να αυξήσει την ονομαστική του αξία

    συνώνυμο:
  • κιτ

2. A bank check drawn on insufficient funds at another bank in order to take advantage of the float

    synonym:
  • kite

2. Τραπεζικός έλεγχος που ελήφθη από ανεπαρκή κεφάλαια σε άλλη τράπεζα για να επωφεληθεί από το πλωτήρα

    συνώνυμο:
  • κιτ

3. Plaything consisting of a light frame covered with tissue paper

  • Flown in wind at end of a string
    synonym:
  • kite

3. Γεωτρήσεις που αποτελούνται από ένα ελαφρύ πλαίσιο που καλύπτεται με χαρτί ιστού

  • Πέταξε στον άνεμο στο τέλος μιας χορδή
    συνώνυμο:
  • κιτ

4. Any of several small graceful hawks of the family accipitridae having long pointed wings and feeding on insects and small animals

    synonym:
  • kite

4. Οποιοδήποτε από τα πολλά μικρά χαριτωμένα γεράκια της οικογένειας έχει μακριά μυτερά φτερά και τρέφεται με έντομα και μικρά ζώα

    συνώνυμο:
  • κιτ

verb

1. Increase the amount (of a check) fraudulently

  • "He kited many checks"
    synonym:
  • kite

1. Αυξήστε το ποσό ( ενός ελέγχου) δόλια

  • "Έκανε πολλούς ελέγχους"
    συνώνυμο:
  • κιτ

2. Get credit or money by using a bad check

  • "The businessman kited millions of dollars"
    synonym:
  • kite

2. Αποκτήστε πίστωση ή χρήματα χρησιμοποιώντας έναν κακό έλεγχο

  • "Ο επιχειρηματίας πήρε εκατομμύρια δολάρια"
    συνώνυμο:
  • κιτ

3. Soar or fly like a kite

  • "The pilot kited for a long time over the mountains"
    synonym:
  • kite

3. Ανεβείτε ή πετάξτε σαν χαρταετός

  • "Ο πιλότος παρακολουθούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα πάνω από τα βουνά"
    συνώνυμο:
  • κιτ

4. Fly a kite

  • "Kids were kiting in the park"
  • "They kited the red dragon model"
    synonym:
  • kite

4. Πετάω χαρταετό

  • "Τα παιδιά παίζουν στο πάρκο"
  • "Επικαλέστηκαν το μοντέλο του κόκκινου δράκου"
    συνώνυμο:
  • κιτ

Examples of using

There is a kite flying above the tree.
Υπάρχει ένας χαρταετός που πετάει πάνω από το δέντρο.
He flew a kite with his son.
Πέταξε έναν χαρταετό με το γιο του.
He flew a kite.
Πέταξε έναν χαρταετό.