Translation meaning & definition of the word "kit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kit
[Κιτ]/kɪt/
noun
1. A case for containing a set of articles
- synonym:
- kit
1. Μια περίπτωση για τον περιορισμό ενός συνόλου άρθρων
- συνώνυμο:
- κιτ
2. Gear consisting of a set of articles or tools for a specified purpose
- synonym:
- kit ,
- outfit
2. Εργαλείο που αποτελείται από ένα σύνολο άρθρων ή εργαλείων για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- συνώνυμο:
- κιτ ,
- ντύσιμο
3. Young of any of various fur-bearing animals
- "A fox kit"
- synonym:
- kit
3. Νέοι από οποιοδήποτε από τα διάφορα ζώα που φέρουν γούνα
- "Ένα κιτ αλεπούς"
- συνώνυμο:
- κιτ
verb
1. Supply with a set of articles or tools
- synonym:
- kit out ,
- kit up ,
- kit
1. Παρέχετε με ένα σύνολο άρθρων ή εργαλείων
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- κιτ
Examples of using
Don't forget to take the first-aid kit.
Μην ξεχάσετε να πάρετε το κιτ πρώτων βοηθειών.
I need a first aid kit.
Χρειάζομαι ένα κουτί πρώτων βοηθειών.