Translation meaning & definition of the word "kiosk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίπτερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kiosk
[Περίπτερο]/kiɔsk/
noun
1. Small area set off by walls for special use
- synonym:
- booth ,
- cubicle ,
- stall ,
- kiosk
1. Μικρή περιοχή που απενεργοποιείται από τους τοίχους για την ειδική χρήση
- συνώνυμο:
- περίπτερο ,
- καμπίνα ,
- παλιά
Examples of using
Newspapers are sold in the kiosk.
Οι εφημερίδες πωλούνται στο περίπτερο.