Translation meaning & definition of the word "kinship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγγένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kinship
[Συγγένεια]/kɪnʃɪp/
noun
1. A close connection marked by community of interests or similarity in nature or character
- "Found a natural affinity with the immigrants"
- "Felt a deep kinship with the other students"
- "Anthropology's kinship with the humanities"
- synonym:
- affinity ,
- kinship
1. Μια στενή σύνδεση που χαρακτηρίζεται από κοινότητα συμφερόντων ή ομοιότητας στη φύση ή το χαρακτήρα
- "Βρήκε μια φυσική συγγένεια με τους μετανάστες"
- "Ένιωσα μια βαθιά συγγένεια με τους άλλους μαθητές"
- "Η συγγένεια της ανθρωπολογίας με τις ανθρωπιστικές επιστήμες"
- συνώνυμο:
- συγγένεια
2. (anthropology) relatedness or connection by blood or marriage or adoption
- synonym:
- kinship ,
- family relationship ,
- relationship
2. (ανθρωπολογία) σχετικότητα ή σύνδεση με αίμα ή γάμο ή υιοθεσία
- συνώνυμο:
- συγγένεια ,
- οικογενειακή σχέση ,
- σχέση