Translation meaning & definition of the word "kinky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μελάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kinky
[Κίνκι]/kɪŋki/
adjective
1. (used of sexual behavior) showing or appealing to bizarre or deviant tastes
- "Kinky sex"
- "Perverted practices"
- synonym:
- kinky ,
- perverted
1. (χρησιμοποιείται για σεξουαλική συμπεριφορά) που δείχνει ή ελκύει σε παράξενες ή αποκλίνουσες γεύσεις
- "Κακό σεξ"
- "Ανεστραμμένες πρακτικές"
- συνώνυμο:
- παράξενοσ ,
- διεστραμμένοσ
2. (of hair) in small tight curls
- synonym:
- crisp ,
- frizzly ,
- frizzy ,
- kinky ,
- nappy
2. (των μαλλιών) σε μικρές σφιχτές μπούκλες
- συνώνυμο:
- τραγανός ,
- φριζαρισμένοσ ,
- παράξενοσ ,
- πάνα
3. Informal terms
- Strikingly unconventional
- synonym:
- far-out ,
- kinky ,
- offbeat ,
- quirky ,
- way-out
3. Άτυποι όροι
- Εντυπωσιακά μη συμβατική
- συνώνυμο:
- απόμακροσ ,
- παράξενοσ ,
- απερίσκεπτοσ ,
- ιδιότροποσ ,
- εξωστρεφής
Examples of using
"What's the difference between erotic and kinky?" "Erotic is when you use a feather and kinky is when you use a whole chicken."
"Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον ερωτικό και τον κίνκι?" "Ερωτικό είναι όταν χρησιμοποιείτε ένα φτερό και είναι όταν χρησιμοποιείτε ένα ολόκληρο κοτόπουλο."