Translation meaning & definition of the word "kinetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κινητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kinetic
[Κινητική]/kənɛtɪk/
adjective
1. Relating to the motion of material bodies and the forces associated therewith
- "Kinetic energy"
- synonym:
- kinetic
1. Σχετικά με την κίνηση των υλικών σωμάτων και των δυνάμεων που συνδέονται με αυτήν
- "Κινητική ενέργεια"
- συνώνυμο:
- κινητική
2. Characterized by motion
- "Modern dance has been called kinetic pantomime"
- synonym:
- kinetic
2. Χαρακτηρίζεται από κίνηση
- "Ο σύγχρονος χορός έχει ονομαστεί κινητική παντομίμα"
- συνώνυμο:
- κινητική
3. Supplying motive force
- "The complex civilization of which rome was the kinetic center"- h.o.taylor
- synonym:
- energizing ,
- energising ,
- kinetic
3. Παροχή κινητήριας δύναμης
- "Ο πολύπλοκος πολιτισμός του οποίου η ρώμη ήταν το κινητικό κέντρο" - η.ο.τέιλορ
- συνώνυμο:
- ενεργοποίηση ,
- κινητική