Translation meaning & definition of the word "kindergarten" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νηπιαγωγείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kindergarten
[Νηπιαγωγείο]/kɪndərgɑrtən/
noun
1. A preschool for children age 4 to 6 to prepare them for primary school
- synonym:
- kindergarten
1. Ένα προσχολικό για παιδιά ηλικίας 4 έως 6 ετών για να τα προετοιμάσει για το δημοτικό σχολείο
- συνώνυμο:
- νηπιαγωγείο
Examples of using
Today I picked up my four-year-old nephew from kindergarten.
Σήμερα πήρα τον τετράχρονο ανιψιό μου από το νηπιαγωγείο.
Tom can't remember his kindergarten teacher's name.
Ο Τομ δεν μπορεί να θυμηθεί το όνομα του νηπιαγωγού του.
Clava loves all things irrational, and works at the kindergarten for precisely that reason.
Η Κλάβα αγαπά όλα τα πράγματα παράλογα και εργάζεται στο νηπιαγωγείο για ακριβώς αυτόν τον λόγο.