Translation meaning & definition of the word "kilt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλίση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kilt
[Κιλτ]/kɪlt/
noun
1. A knee-length pleated tartan skirt worn by men as part of the traditional dress in the highlands of northern scotland
- synonym:
- kilt
1. Μια φούστα ταρτάν με μήκος γόνατος πτυχωτή που φοριούνται από άνδρες ως μέρος του παραδοσιακού φορέματος στα χάιλαντς της βόρειας σκωτίας
- συνώνυμο:
- κιλ
Examples of using
He's wearing a kilt.
Φοράει μια λαβή.