Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "kill" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκοτώστε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Kill

[Σκοτώνω]
/kɪl/

noun

1. The act of terminating a life

    synonym:
  • killing
  • ,
  • kill
  • ,
  • putting to death

1. Η πράξη του τερματισμού μιας ζωής

    συνώνυμο:
  • σκοτώνω
  • ,
  • βάζω σε θάνατο

2. The destruction of an enemy plane or ship or tank or missile

  • "The pilot reported two kills during the mission"
    synonym:
  • kill

2. Η καταστροφή εχθρικού αεροπλάνου ή πλοίου ή δεξαμενής ή πυραύλου

  • "Ο πιλότος ανέφερε δύο νεκρούς κατά τη διάρκεια της αποστολής"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

verb

1. Cause to die

  • Put to death, usually intentionally or knowingly
  • "This man killed several people when he tried to rob a bank"
  • "The farmer killed a pig for the holidays"
    synonym:
  • kill

1. Αιτία να πεθάνει

  • Να θανατώνεστε, συνήθως σκόπιμα ή εν γνώσει σας
  • "Αυτός ο άνθρωπος σκότωσε αρκετούς ανθρώπους όταν προσπάθησε να ληστέψει μια τράπεζα"
  • "Ο αγρότης σκότωσε ένα γουρούνι για τις διακοπές"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

2. Thwart the passage of

  • "Kill a motion"
  • "He shot down the student's proposal"
    synonym:
  • kill
  • ,
  • shoot down
  • ,
  • defeat
  • ,
  • vote down
  • ,
  • vote out

2. Αποτρέψτε το πέρασμα του

  • "Σκοτώστε μια κίνηση"
  • "Κατέρριψε την πρόταση του μαθητή"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω
  • ,
  • καταρρίπτω
  • ,
  • νίκη
  • ,
  • καταψηφίζω
  • ,
  • ψηφίζω

3. End or extinguish by forceful means

  • "Stamp out poverty!"
    synonym:
  • stamp out
  • ,
  • kill

3. Τερματίστε ή σβήστε με ισχυρά μέσα

  • "Σταματήστε τη φτώχεια!"
    συνώνυμο:
  • εκτοξεύω
  • ,
  • σκοτώνω

4. Be fatal

  • "Cigarettes kill"
  • "Drunken driving kills"
    synonym:
  • kill

4. Είμαι θανατηφόρος

  • "Τα τσιγάρα σκοτώνουν"
  • "Η συνεχής οδήγηση σκοτώνει"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

5. Be the source of great pain for

  • "These new shoes are killing me!"
    synonym:
  • kill

5. Γίνε η πηγή του μεγάλου πόνου για

  • "Αυτά τα νέα παπούτσια με σκοτώνουν!"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

6. Overwhelm with hilarity, pleasure, or admiration

  • "The comedian was so funny, he was killing me!"
    synonym:
  • kill

6. Συναρπάστε με την ιλαρότητα, την ευχαρίστηση ή τον θαυμασμό

  • "Ο κωμικός ήταν τόσο αστείος που με σκότωνε!"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

7. Hit with so much force as to make a return impossible, in racket games

  • "She killed the ball"
    synonym:
  • kill

7. Χτυπήστε με τόση δύναμη ώστε να κάνετε μια επιστροφή αδύνατη, σε παιχνίδια ρακέτας

  • "Σκότωσε την μπάλα"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

8. Hit with great force

  • "He killed the ball"
    synonym:
  • kill

8. Χτυπημένος με μεγάλη δύναμη

  • "Σκότωσε την μπάλα"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

9. Deprive of life

  • "Aids has killed thousands in africa"
    synonym:
  • kill

9. Στερώ τη ζωή

  • "Οι ενισχύσεις σκότωσαν χιλιάδες στην αφρική"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

10. Cause the death of, without intention

  • "She was killed in the collision of three cars"
    synonym:
  • kill

10. Προκαλεί το θάνατο, χωρίς πρόθεση

  • "Σκοτώθηκε στη σύγκρουση τριών αυτοκινήτων"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

11. Drink down entirely

  • "He downed three martinis before dinner"
  • "She killed a bottle of brandy that night"
  • "They popped a few beer after work"
    synonym:
  • toss off
  • ,
  • pop
  • ,
  • bolt down
  • ,
  • belt down
  • ,
  • pour down
  • ,
  • down
  • ,
  • drink down
  • ,
  • kill

11. Πιείτε εντελώς

  • "Κατέβασε τρία μαρτίνι πριν το δείπνο"
  • "Σκότωσε ένα μπουκάλι μπράντι εκείνο το βράδυ"
  • "Έβγαλαν μερικές μπύρες μετά τη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • αποβάλλω
  • ,
  • πολ
  • ,
  • βίδα κάτω
  • ,
  • πετώ
  • ,
  • ρίχνω
  • ,
  • κάτω
  • ,
  • πίνω
  • ,
  • σκοτώνω

12. Mark for deletion, rub off, or erase

  • "Kill these lines in the president's speech"
    synonym:
  • kill
  • ,
  • obliterate
  • ,
  • wipe out

12. Σημάδι για τη διαγραφή, τρίψτε ή διαγράψτε

  • "Σκοτώστε αυτές τις γραμμές στην ομιλία του προέδρου"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω
  • ,
  • εξαλείφω
  • ,
  • σκουπίζω

13. Tire out completely

  • "The daily stress of her work is killing her"
    synonym:
  • kill

13. Κουράζομαι εντελώς

  • "Το καθημερινό άγχος της δουλειάς της τη σκοτώνει"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

14. Cause to cease operating

  • "Kill the engine"
    synonym:
  • kill

14. Αιτία να σταματήσει η λειτουργία

  • "Σκοτώστε τον κινητήρα"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

15. Destroy a vitally essential quality of or in

  • "Eating artichokes kills the taste of all other foods"
    synonym:
  • kill

15. Καταστρέψτε μια ζωτικής σημασίας ποιότητα ή μέσα

  • "Η κατανάλωση αγκινάρας σκοτώνει τη γεύση όλων των άλλων τροφίμων"
    συνώνυμο:
  • σκοτώνω

Examples of using

Tom will kill anyone who gets in his way.
Ο Τομ θα σκοτώσει όποιον μπει στο δρόμο του.
It's time I got revenge. Now I will kill you!
Ήρθε η ώρα να εκδικηθώ. Τώρα θα σε σκοτώσω!
Whoever comes to us armed with a sword, is easier to kill with a shot.
Όποιος έρχεται σε μας οπλισμένος με ένα σπαθί, είναι πιο εύκολο να σκοτώσει με έναν πυροβολισμό.