Translation meaning & definition of the word "kicking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλωτσιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kicking
[Κλωτσιά]/kɪkɪŋ/
noun
1. A rhythmic thrusting movement of the legs as in swimming or calisthenics
- "The kick must be synchronized with the arm movements"
- "The swimmer's kicking left a wake behind him"
- synonym:
- kick ,
- kicking
1. Μια ρυθμική κίνηση ώθησης των ποδιών όπως στην κολύμβηση ή την καλισθηνική
- "Το λάκτισμα πρέπει να συγχρονιστεί με τις κινήσεις του βραχίονα"
- "Το κλοτσιές του κολυμβητή άφησε ένα ξύπνημα πίσω του"
- συνώνυμο:
- παραδίνω ,
- κλωτσιά
2. The act of delivering a blow with the foot
- "He gave the ball a powerful kick"
- "The team's kicking was excellent"
- synonym:
- kick ,
- boot ,
- kicking
2. Η πράξη της παράδοσης ενός χτυπήματος με το πόδι
- "Έδωσε στην μπάλα ένα ισχυρό λάκτισμα"
- "Το κλοτσιές της ομάδας ήταν εξαιρετικό"
- συνώνυμο:
- παραδίνω ,
- μποτάκι ,
- κλωτσιά
Examples of using
He's kicking me!
Με κλωτσάει!