Translation meaning & definition of the word "kicker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κλωτσιές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kicker
[Καβλί]/kɪkər/
noun
1. A player who kicks the football
- synonym:
- kicker
1. Ένας παίκτης που κλωτσάει το ποδόσφαιρο
- συνώνυμο:
- λακτίζων