Translation meaning & definition of the word "keyed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλήκτρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Keyed
[Πληκτρολογημένο]/kid/
adjective
1. Fitted with or secured by a key
- "A keyed instrument"
- "The locks have not yet been keyed"
- synonym:
- keyed
1. Εξοπλισμένο ή ασφαλισμένο με κλειδί
- "Ένα πληκτρολογημένο όργανο"
- "Οι κλειδαριές δεν έχουν ακόμη κλειδωθεί"
- συνώνυμο:
- πληκτρολογείται
2. Set to a key or tone
- synonym:
- keyed
2. Ρυθμίστε ένα κλειδί ή τόνο
- συνώνυμο:
- πληκτρολογείται