Translation meaning & definition of the word "keyboard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληκτρολόγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Keyboard
[Πληκτρολόγιο]/kibɔrd/
noun
1. Device consisting of a set of keys on a piano or organ or typewriter or typesetting machine or computer or the like
- synonym:
- keyboard
1. Συσκευή που αποτελείται από ένα σύνολο κλειδιών σε πιάνο ή όργανο ή γραφομηχανή ή μηχανή ή υπολογιστή ή παρόμοια
- συνώνυμο:
- πληκτρολόγιο
2. Holder consisting of an arrangement of hooks on which keys or locks can be hung
- synonym:
- keyboard
2. Κάτοχος που αποτελείται από μια διάταξη των αγκίστρων στα οποία τα κλειδιά ή κλειδαριές μπορούν να κρεμαστούν
- συνώνυμο:
- πληκτρολόγιο
Examples of using
I don't have an English keyboard.
Δεν έχω αγγλικό πληκτρολόγιο.
This keyboard is perfect.
Αυτό το πληκτρολόγιο είναι τέλειο.
What did I tell you about eating over the keyboard?
Τι σας είπα για το φαγητό πάνω από το πληκτρολόγιο?