Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "key" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλειδί" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Key

[Κλειδί]
/ki/

noun

1. Metal device shaped in such a way that when it is inserted into the appropriate lock the lock's mechanism can be rotated

    synonym:
  • key

1. Μεταλλική συσκευή διαμορφωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε όταν εισάγεται στην κατάλληλη κλειδαριά ο μηχανισμός της κλειδαριάς μπορεί να περιστραφεί

    συνώνυμο:
  • κλειδί

2. Something crucial for explaining

  • "The key to development is economic integration"
    synonym:
  • key

2. Κάτι πολύ σημαντικό για να εξηγήσει

  • "Το κλειδί για την ανάπτυξη είναι η οικονομική ολοκλήρωση"
    συνώνυμο:
  • κλειδί

3. Pitch of the voice

  • "He spoke in a low key"
    synonym:
  • key

3. Το βήμα της φωνής

  • "Μιλούσε σε χαμηλό κλειδί"
    συνώνυμο:
  • κλειδί

4. Any of 24 major or minor diatonic scales that provide the tonal framework for a piece of music

    synonym:
  • key
  • ,
  • tonality

4. Οποιαδήποτε από τις 24 μεγάλες ή μικρές διατονικές κλίμακες που παρέχουν το τονικό πλαίσιο για ένα κομμάτι της μουσικής

    συνώνυμο:
  • κλειδί
  • ,
  • τονικότητα

5. A kilogram of a narcotic drug

  • "They were carrying two keys of heroin"
    synonym:
  • key

5. Ένα κιλό ναρκωτικού φαρμάκου

  • "Μετέφεραν δύο κλειδιά ηρωίνης"
    συνώνυμο:
  • κλειδί

6. A winged often one-seed indehiscent fruit as of the ash or elm or maple

    synonym:
  • samara
  • ,
  • key fruit
  • ,
  • key

6. Ένας φτερωτός συχνά φρούτος ενός σπόρου από αδιαφορία ως τέφρα ή άλμα ή σφένδαμο

    συνώνυμο:
  • σαμαρά
  • ,
  • βασικά φρούτα
  • ,
  • κλειδί

7. United states lawyer and poet who wrote a poem after witnessing the british attack on baltimore during the war of 1812

  • The poem was later set to music and entitled `the star-spangled banner' (1779-1843)
    synonym:
  • Key
  • ,
  • Francis Scott Key

7. Δικηγόρος και ποιητής των ηπα που έγραψε ένα ποίημα αφού παρακολούθησε τη βρετανική επίθεση στη βαλτιμόρη κατά τη διάρκεια του πολέμου 1812

  • Το ποίημα αργότερα τέθηκε σε μουσική και με τίτλο `το αστέρι-σανγκλέντ μπάνερ'' (1779-1843)
    συνώνυμο:
  • Κλειδί
  • ,
  • Φράνσις Σκοτ Κλειδί

8. A coral reef off the southern coast of florida

    synonym:
  • key
  • ,
  • cay
  • ,
  • Florida key

8. Ένας κοραλλιογενής ύφαλος στα ανοικτά των νότιων ακτών της φλόριντα

    συνώνυμο:
  • κλειδί
  • ,
  • καγιάκ
  • ,
  • Κλειδί Φλόριντα

9. (basketball) a space (including the foul line) in front of the basket at each end of a basketball court

  • Usually painted a different color from the rest of the court
  • "He hit a jump shot from the top of the key"
  • "He dominates play in the paint"
    synonym:
  • key
  • ,
  • paint

9. (μπάσκετ) ένας χώρος ( συμπεριλαμβανομένης της φουλ γραμμής) μπροστά από το καλάθι σε κάθε άκρο ενός γηπέδου μπάσκετ

  • Συνήθως ζωγράφιζε ένα διαφορετικό χρώμα από το υπόλοιπο γήπεδο
  • "Χτύπησε ένα πλάνο άλμα από την κορυφή του κλειδιού"
  • "Κυριαρχεί στο παιχνίδι στο χρώμα"
    συνώνυμο:
  • κλειδί
  • ,
  • χρώμα

10. A list of answers to a test

  • "Some students had stolen the key to the final exam"
    synonym:
  • key

10. Μια λίστα με απαντήσεις σε ένα τεστ

  • "Μερικοί μαθητές είχαν κλέψει το κλειδί για την τελική εξέταση"
    συνώνυμο:
  • κλειδί

11. A list of words or phrases that explain symbols or abbreviations

    synonym:
  • key

11. Μια λίστα με λέξεις ή φράσεις που εξηγούν σύμβολα ή συντομογραφίες

    συνώνυμο:
  • κλειδί

12. A generic term for any device whose possession entitles the holder to a means of access

  • "A safe-deposit box usually requires two keys to open it"
    synonym:
  • key

12. Γενικός όρος για κάθε συσκευή της οποίας η κατοχή παρέχει στον κάτοχο δικαίωμα πρόσβασης

  • "Ένα κουτί ασφαλούς κατάθεσης απαιτεί συνήθως δύο κλειδιά για να το ανοίξετε"
    συνώνυμο:
  • κλειδί

13. Mechanical device used to wind another device that is driven by a spring (as a clock)

    synonym:
  • winder
  • ,
  • key

13. Μηχανική συσκευή που χρησιμοποιείται για τον άνεμο μια άλλη συσκευή που οδηγείται από ένα ελατήριο (ας ένα ρολόι)

    συνώνυμο:
  • περιτυλίσσων
  • ,
  • κλειδί

14. The central building block at the top of an arch or vault

    synonym:
  • keystone
  • ,
  • key
  • ,
  • headstone

14. Το κεντρικό δομικό στοιχείο στην κορυφή μιας καμάρας ή θόλου

    συνώνυμο:
  • βασικόσ λίθος
  • ,
  • κλειδί
  • ,
  • προβολέασ

15. A lever (as in a keyboard) that actuates a mechanism when depressed

    synonym:
  • key

15. Ένας μοχλός (ας σε ένα πληκτρολόγιο) που ενεργοποιεί έναν μηχανισμό όταν είναι καταθλιπτικός

    συνώνυμο:
  • κλειδί

verb

1. Identify as in botany or biology, for example

    synonym:
  • identify
  • ,
  • discover
  • ,
  • key
  • ,
  • key out
  • ,
  • distinguish
  • ,
  • describe
  • ,
  • name

1. Προσδιορίστε όπως στη βοτανική ή τη βιολογία, για παράδειγμα

    συνώνυμο:
  • ταυτοποιώ
  • ,
  • ανακαλύπτω
  • ,
  • κλειδί
  • ,
  • διακρίνω
  • ,
  • περιγράφω
  • ,
  • όνομα

2. Provide with a key

  • "We were keyed after the locks were changed in the building"
    synonym:
  • key

2. Παρέχετε ένα κλειδί

  • "Μας έκλεισαν μετά την αλλαγή των κλειδαριών στο κτίριο"
    συνώνυμο:
  • κλειδί

3. Vandalize a car by scratching the sides with a key

  • "His new mercedes was keyed last night in the parking lot"
    synonym:
  • key

3. Βανδαλίστε ένα αυτοκίνητο από το ξύσιμο των πλευρών με ένα κλειδί

  • "Η νέα του μερσέντες πληκτρολογήθηκε χθες το βράδυ στο χώρο στάθμευσης"
    συνώνυμο:
  • κλειδί

4. Regulate the musical pitch of

    synonym:
  • key

4. Ρυθμίστε το μουσικό πίσσα του

    συνώνυμο:
  • κλειδί

5. Harmonize with or adjust to

  • "Key one's actions to the voters' prevailing attitude"
    synonym:
  • key

5. Εναρμονίστε ή προσαρμόστε

  • "Βασικές ενέργειες κάποιου προς την επικρατούσα στάση των ψηφοφόρων"
    συνώνυμο:
  • κλειδί

adjective

1. Serving as an essential component

  • "A cardinal rule"
  • "The central cause of the problem"
  • "An example that was fundamental to the argument"
  • "Computers are fundamental to modern industrial structure"
    synonym:
  • cardinal
  • ,
  • central
  • ,
  • fundamental
  • ,
  • key
  • ,
  • primal

1. Χρησιμεύει ως βασικό συστατικό

  • "Καρδινάλιος κανόνας"
  • "Η κύρια αιτία του προβλήματος"
  • "Ένα παράδειγμα που ήταν θεμελιώδες για το επιχείρημα"
  • "Οι υπολογιστές είναι θεμελιώδεις για τη σύγχρονη βιομηχανική δομή"
    συνώνυμο:
  • καρδινάλιος
  • ,
  • κεντρικό
  • ,
  • θεμελιώδης
  • ,
  • κλειδί
  • ,
  • πρωτόγονοσ

Examples of using

Where's the key? Ah, you have it.
Πού είναι το κλειδί? Αχ, το έχεις.
Tom took a key out of his pocket and unlocked the door.
Ο Τομ έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του και ξεκλείδωσε την πόρτα.
Tom pulled a key out of his pocket and unlocked the door.
Ο Τομ έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του και ξεκλείδωσε την πόρτα.