Translation meaning & definition of the word "kettle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραστήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kettle
[Βραστήρας]/kɛtəl/
noun
1. A metal pot for stewing or boiling
- Usually has a lid
- synonym:
- kettle ,
- boiler
1. Ένα μεταλλικό δοχείο για βράσιμο ή βράσιμο
- Συνήθως έχει καπάκι
- συνώνυμο:
- βραστήρας ,
- λέβητας
2. The quantity a kettle will hold
- synonym:
- kettle ,
- kettleful
2. Η ποσότητα που θα κρατήσει ένας βραστήρας
- συνώνυμο:
- βραστήρας
3. (geology) a hollow (typically filled by a lake) that results from the melting of a mass of ice trapped in glacial deposits
- synonym:
- kettle hole ,
- kettle
3. (γεωλογία) ένα κοίλο (τυπικά γεμάτο από μια λίμνη) που προκύπτει από την τήξη μιας μάζας πάγου παγιδευμένης σε παγετώδη κοιτάσματα
- συνώνυμο:
- τρύπα βραστήρα ,
- βραστήρας
4. A large hemispherical brass or copper percussion instrument with a drumhead that can be tuned by adjusting the tension on it
- synonym:
- kettle ,
- kettledrum ,
- tympanum ,
- tympani ,
- timpani
4. Ένα μεγάλο ημισφαιρικό όργανο κρουστών ορείχαλκου ή χαλκού με ένα τύμπανο που μπορεί να ρυθμιστεί με τη ρύθμιση της έντασης σε αυτό
- συνώνυμο:
- βραστήρας ,
- κέτλεντρο ,
- τύμπανο ,
- τύμπανι
Examples of using
The kettle is boiling.
Ο βραστήρας βράζει.
Wait till the kettle begins to sing.
Περιμένετε μέχρι το βραστήρα αρχίζει να τραγουδά.
The pot calls the kettle black.
Το δοχείο καλεί το βραστήρα μαύρο.