Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "kept" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διατηρείται" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Kept

[Κεφάλαιο]
/kɛpt/

adjective

1. (especially of promises or contracts) not violated or disregarded

  • "Unbroken promises"
  • "Promises kept"
    synonym:
  • unbroken
  • ,
  • kept

1. (ιδιαίτερα υποσχέσεις ή συμβόλαια) δεν παραβιάζεται ή δεν αγνοείται

  • "Ανεξέλεγκτες υποσχέσεις"
  • "Κρατούνται οι προωθήσεις"
    συνώνυμο:
  • αδιάσπαστοσ
  • ,
  • διατηρημένοσ

Examples of using

His mother discreetly kept an eye on the boy.
Η μητέρα του παρακολουθούσε διακριτικά το αγόρι.
The dog kept barking at his reflection in the mirror.
Ο σκύλος συνέχισε να γαβγίζει στην αντανάκλασή του στον καθρέφτη.
Tom kept his cool.
Ο Τομ κράτησε την ψυχραιμία του.