Translation meaning & definition of the word "kelly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδίκως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kelly
[Κέλι]/kɛli/
noun
1. United states circus clown (1898-1979)
- synonym:
- Kelly ,
- Emmett Kelly ,
- Weary Willie
1. Κλόουν τσίρκου ηνωμένων πολιτειών (1898-1979)
- συνώνυμο:
- Κέλι ,
- Έμετ Κέλι ,
- Φόρεσε Γουίλι
2. United states film actress who retired when she married into the royal family of monaco (1928-1982)
- synonym:
- Kelly ,
- Grace Kelly ,
- Grace Patricia Kelly ,
- Princess Grace of Monaco
2. Αμερικανίδα ηθοποιός κινηματογράφου που αποσύρθηκε όταν παντρεύτηκε στη βασιλική οικογένεια του μονακό (1928-1982)
- συνώνυμο:
- Κέλι ,
- Γκρέις Κέλι ,
- Γκρέις Πατρίσια Κέλι ,
- Πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό
3. United states dancer who performed in many musical films (1912-1996)
- synonym:
- Kelly ,
- Gene Kelly ,
- Eugene Curran Kelly
3. Χορεύτρια των ηνωμένων πολιτειών που εμφανίστηκε σε πολλές μουσικές ταινίες (1912-1996)
- συνώνυμο:
- Κέλι ,
- Τζιν Κέλι ,
- Ο Ευγένιος Κουράν Κέλι