Translation meaning & definition of the word "keg" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κτύπημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Keg
[Κεγκ]/kɛg/
noun
1. The quantity contained in a keg
- synonym:
- keg ,
- kegful
1. Η ποσότητα που περιέχεται σε ένα βαρέλι
- συνώνυμο:
- κεγκ ,
- παλαβός
2. Small cask or barrel
- synonym:
- keg
2. Μικρή φιάλη ή βαρέλι
- συνώνυμο:
- κεγκ
Examples of using
The Middle East is still called a powder keg.
Η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να ονομάζεται βαρέλι σκόνης.