Translation meaning & definition of the word "keepsake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντήρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Keepsake
[Συνεχιστεί]/kipsek/
noun
1. Something of sentimental value
- synonym:
- keepsake ,
- souvenir ,
- token ,
- relic
1. Κάτι συναισθηματικής αξίας
- συνώνυμο:
- ενθύμιο ,
- αναμνηστικό ,
- τόκερ ,
- λείψανο