Translation meaning & definition of the word "keeper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύλακας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Keeper
[Φύλακασ]/kipər/
noun
1. Someone in charge of other people
- "Am i my brother's keeper?"
- synonym:
- keeper
1. Κάποιος υπεύθυνος για τους άλλους
- "Εγώ ο φύλακας του αδελφού μου?"
- συνώνυμο:
- φύλακασ
2. One having charge of buildings or grounds or animals
- synonym:
- custodian ,
- keeper ,
- steward
2. Εκείνο που έχει την κατηγορία των κτιρίων ή των εδαφών ή των ζώων
- συνώνυμο:
- θεματοφύλακασ ,
- φύλακασ ,
- αεροσυνοδός
Examples of using
Tom is a lighthouse keeper and leads a lonely life.
Ο Τομ είναι φαροφύλακας και ζει μια μοναχική ζωή.
Am I my brother's keeper?
Είμαι ο φύλακας του αδελφού μου?
He's a goal keeper.
Είναι τερματοφύλακας.