Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "keep" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρατήστε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Keep

[Κρατώ]
/kip/

noun

1. The financial means whereby one lives

  • "Each child was expected to pay for their keep"
  • "He applied to the state for support"
  • "He could no longer earn his own livelihood"
    synonym:
  • support
  • ,
  • keep
  • ,
  • livelihood
  • ,
  • living
  • ,
  • bread and butter
  • ,
  • sustenance

1. Οικονομικά σημαίνει ότι ζει κανείς

  • "Κάθε παιδί αναμενόταν να πληρώσει για τη διατήρησή του"
  • "Υπέβαλε αίτηση στο κράτος για υποστήριξη"
  • "Δεν μπορούσε πλέον να κερδίσει τα δικά του μέσα βιοπορισμού"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη
  • ,
  • διατηρώ
  • ,
  • βιοπορισμό
  • ,
  • ζωντανός
  • ,
  • ψωμί και βούτυρο
  • ,
  • τροφή

2. The main tower within the walls of a medieval castle or fortress

    synonym:
  • keep
  • ,
  • donjon
  • ,
  • dungeon

2. Ο κύριος πύργος μέσα στα τείχη ενός μεσαιωνικού κάστρου ή φρουρίου

    συνώνυμο:
  • διατηρώ
  • ,
  • ντόνιον
  • ,
  • μπάντζεον

3. A cell in a jail or prison

    synonym:
  • hold
  • ,
  • keep

3. Ένα κελί σε μια φυλακή ή φυλακή

    συνώνυμο:
  • κρατώ
  • ,
  • διατηρώ

verb

1. Keep in a certain state, position, or activity

  • E.g., "keep clean"
  • "Hold in place"
  • "She always held herself as a lady"
  • "The students keep me on my toes"
    synonym:
  • keep
  • ,
  • maintain
  • ,
  • hold

1. Κρατήστε σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, θέση ή δραστηριότητα

  • Π.χ. "κρατήστε καθαρό"
  • "Κρατήστε στη θέση του"
  • "Θεωρούσε πάντα τον εαυτό της κυρία"
  • "Οι μαθητές με κρατούν στα δάχτυλα των ποδιών μου"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ
  • ,
  • κρατώ

2. Continue a certain state, condition, or activity

  • "Keep on working!"
  • "We continued to work into the night"
  • "Keep smiling"
  • "We went on working until well past midnight"
    synonym:
  • continue
  • ,
  • go on
  • ,
  • proceed
  • ,
  • go along
  • ,
  • keep

2. Συνεχίστε μια συγκεκριμένη κατάσταση, κατάσταση ή δραστηριότητα

  • "Συνεχίστε να εργάζεστε!"
  • "Συνεχίσαμε να δουλεύουμε τη νύχτα"
  • "Συνέχισε να χαμογελάς"
  • "Συνεχίσαμε να δουλεύουμε μέχρι τα μεσάνυχτα"
    συνώνυμο:
  • συνεχίζω
  • ,
  • προχωρώ
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • διατηρώ

3. Retain possession of

  • "Can i keep my old stuffed animals?"
  • "She kept her maiden name after she married"
    synonym:
  • keep
  • ,
  • hold on

3. Διατηρώ την κατοχή

  • "Μπορώ να κρατήσω τα παλιά μου γεμιστά ζώα?"
  • "Κρατούσε το πατρικό της όνομα αφού παντρεύτηκε"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ
  • ,
  • περιμένω

4. Stop (someone or something) from doing something or being in a certain state

  • "We must prevent the cancer from spreading"
  • "His snoring kept me from falling asleep"
  • "Keep the child from eating the marbles"
    synonym:
  • prevent
  • ,
  • keep

4. Σταματήστε (από κάποιον ή κάτι) να κάνει κάτι ή να είναι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση

  • "Πρέπει να αποτρέψουμε την εξάπλωση του καρκίνου"
  • "Το ροχαλητό του με κράτησε από το να κοιμηθώ"
  • "Κρατήστε το παιδί από το να φάει τα μάρμαρα"
    συνώνυμο:
  • αποτρέπω
  • ,
  • διατηρώ

5. Conform one's action or practice to

  • "Keep appointments"
  • "She never keeps her promises"
  • "We kept to the original conditions of the contract"
    synonym:
  • observe
  • ,
  • keep

5. Συμμορφωθείτε με τη δράση ή την πρακτική κάποιου για

  • "Κρατήστε ραντεβού"
  • "Δεν κρατάει ποτέ τις υποσχέσεις της"
  • "Διατηρήσαμε τους αρχικούς όρους της σύμβασης"
    συνώνυμο:
  • παρατηρώ
  • ,
  • διατηρώ

6. Stick to correctly or closely

  • "The pianist kept time with the metronome"
  • "Keep count"
  • "I cannot keep track of all my employees"
    synonym:
  • observe
  • ,
  • keep
  • ,
  • maintain

6. Επιμείνετε σωστά ή στενά

  • "Ο πιανίστας κράτησε χρόνο με το μετρονόμο"
  • "Μετράει"
  • "Δεν μπορώ να παρακολουθώ τους υπαλλήλους μου"
    συνώνυμο:
  • παρατηρώ
  • ,
  • διατηρώ

7. Look after

  • Be the keeper of
  • Have charge of
  • "He keeps the shop when i am gone"
    synonym:
  • keep

7. Προσέχω

  • Γίνομαι ο φύλακας του
  • Έχω χρέωση
  • "Κρατάει το μαγαζί όταν φεύγω"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

8. Maintain by writing regular records

  • "Keep a diary"
  • "Maintain a record"
  • "Keep notes"
    synonym:
  • keep
  • ,
  • maintain

8. Διατηρήστε γράφοντας τακτικά αρχεία

  • "Κρατήστε ένα ημερολόγιο"
  • "Διατηρήστε ένα ρεκόρ"
  • "Κρατήστε σημειώσεις"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

9. Supply with room and board

  • "He is keeping three women in the guest cottage"
  • "Keep boarders"
    synonym:
  • keep

9. Προμήθεια με το δωμάτιο και το διοικητικό συμβούλιο

  • "Κρατάει τρεις γυναίκες στο εξοχικό σπίτι"
  • "Συντηρητικοί επιτρόποι"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

10. Allow to remain in a place or position or maintain a property or feature

  • "We cannot continue several servants any longer"
  • "She retains a lawyer"
  • "The family's fortune waned and they could not keep their household staff"
  • "Our grant has run out and we cannot keep you on"
  • "We kept the work going as long as we could"
  • "She retained her composure"
  • "This garment retains its shape even after many washings"
    synonym:
  • retain
  • ,
  • continue
  • ,
  • keep
  • ,
  • keep on

10. Αφήστε το να παραμείνει σε ένα μέρος ή θέση ή να διατηρήσει μια ιδιότητα ή μια λειτουργία

  • "Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε πολλούς υπηρέτες πια"
  • "Διατηρεί δικηγόρο"
  • "Η περιουσία της οικογένειας εξασθένισε και δεν μπορούσαν να κρατήσουν το προσωπικό τους"
  • "Η επιχορήγησή μας έχει εξαντληθεί και δεν μπορούμε να σας κρατήσουμε"
  • "Συνεχίσαμε τη δουλειά όσο μπορούσαμε"
  • "Διατήρησε την ψυχραιμία της"
  • "Αυτό το ένδυμα διατηρεί το σχήμα του ακόμη και μετά από πολλές πλύσεις"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ
  • ,
  • συνεχίζω

11. Supply with necessities and support

  • "She alone sustained her family"
  • "The money will sustain our good cause"
  • "There's little to earn and many to keep"
    synonym:
  • sustain
  • ,
  • keep
  • ,
  • maintain

11. Παροχή αναγκών και υποστήριξης

  • "Μόνο αυτή συντήρησε την οικογένειά της"
  • "Τα χρήματα θα υποστηρίξουν την καλή μας υπόθεση"
  • "Υπάρχουν λίγα να κερδίσουμε και πολλά να κρατήσουμε"
    συνώνυμο:
  • συντηρώ
  • ,
  • διατηρώ

12. Fail to spoil or rot

  • "These potatoes keep for a long time"
    synonym:
  • keep
  • ,
  • stay fresh

12. Αποτυχία να χαλάσει ή να σαπίσει

  • "Αυτές οι πατάτες διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ
  • ,
  • μείνετε φρέσκα

13. Behave as expected during of holidays or rites

  • "Keep the commandments"
  • "Celebrate christmas"
  • "Observe yom kippur"
    synonym:
  • observe
  • ,
  • celebrate
  • ,
  • keep

13. Συμπεριφερθείτε όπως αναμένεται κατά τη διάρκεια των διακοπών ή τελετών

  • "Κράτα τις εντολές"
  • "Τα χριστούγεννα"
  • "Εξασφάλιση του γιομ κιπούρ"
    συνώνυμο:
  • παρατηρώ
  • ,
  • γιορτάζω
  • ,
  • διατηρώ

14. Keep under control

  • Keep in check
  • "Suppress a smile"
  • "Keep your temper"
  • "Keep your cool"
    synonym:
  • restrain
  • ,
  • keep
  • ,
  • keep back
  • ,
  • hold back

14. Κρατώ υπό έλεγχο

  • Ελέγχω
  • "Καταπιείτε ένα χαμόγελο"
  • "Κρατήστε την ψυχραιμία σας"
  • "Κρατήστε την ψυχραιμία σας"
    συνώνυμο:
  • συγκρατώ
  • ,
  • διατηρώ
  • ,
  • επιστρέφω
  • ,
  • κρατώ πίσω

15. Maintain in safety from injury, harm, or danger

  • "May god keep you"
    synonym:
  • keep
  • ,
  • preserve

15. Διατηρήστε την ασφάλεια από τραυματισμό, βλάβη ή κίνδυνο

  • "Είθε ο θεός να σε κρατήσει"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

16. Raise

  • "She keeps a few chickens in the yard"
  • "He keeps bees"
    synonym:
  • keep

16. Αυξάνω

  • "Κρατάει μερικά κοτόπουλα στην αυλή"
  • "Κρατάει τις μέλισσες"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

17. Retain rights to

  • "Keep my job for me while i give birth"
  • "Keep my seat, please"
  • "Keep open the possibility of a merger"
    synonym:
  • keep open
  • ,
  • hold open
  • ,
  • keep
  • ,
  • save

17. Διατηρώ τα δικαιώματα

  • "Κρατήστε τη δουλειά μου για μένα ενώ γεννάω"
  • "Κρατήστε τη θέση μου, παρακαλώ"
  • "Κρατήστε ανοιχτή τη δυνατότητα συγχώνευσης"
    συνώνυμο:
  • κρατώ ανοιχτό
  • ,
  • διατηρώ
  • ,
  • αποθηκεύω

18. Store or keep customarily

  • "Where do you keep your gardening tools?"
    synonym:
  • keep

18. Αποθηκεύστε ή κρατήστε συνήθως

  • "Που κρατάτε τα εργαλεία κηπουρικής σας?"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

19. Have as a supply

  • "I always keep batteries in the freezer"
  • "Keep food for a week in the pantry"
  • "She keeps a sixpack and a week's worth of supplies in the refrigerator"
    synonym:
  • keep

19. Έχετε ως προμήθεια

  • "Πάντα κρατάω τις μπαταρίες στον καταψύκτη"
  • "Κρατήστε το φαγητό για μια εβδομάδα στο ντουλάπι"
  • "Διατηρεί στο ψυγείο ένα πακέτο και μια εβδομάδα προμήθειες αξίας"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

20. Maintain for use and service

  • "I keep a car in the countryside"
  • "She keeps an apartment in paris for her shopping trips"
    synonym:
  • keep
  • ,
  • maintain

20. Διατηρήστε για τη χρήση και την υπηρεσία

  • "Έχω ένα αυτοκίνητο στην ύπαιθρο"
  • "Κρατάει ένα διαμέρισμα στο παρίσι για τα ταξίδια της για ψώνια"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

21. Hold and prevent from leaving

  • "The student was kept after school"
    synonym:
  • keep

21. Κρατήστε και αποτρέψτε την αποχώρηση

  • "Ο μαθητής κρατήθηκε μετά το σχολείο"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

22. Prevent (food) from rotting

  • "Preserved meats"
  • "Keep potatoes fresh"
    synonym:
  • preserve
  • ,
  • keep

22. Αποτρέψτε το (τροφ) από τη σήψη

  • "Συντηρημένα κρέατα"
  • "Κρατήστε τις πατάτες φρέσκες"
    συνώνυμο:
  • διατηρώ

Examples of using

When Tom lost his job, he couldn't keep up his mortgage repayments and he was threatened with foreclosure.
Όταν ο Τομ έχασε τη δουλειά του, δεν μπορούσε να συνεχίσει τις αποπληρωμές υποθηκών του και απειλήθηκε με αποκλεισμό.
I told you to keep silent.
Σου είπα να σιωπάς.
I couldn't keep from smiling.
Δεν μπορούσα να σταματήσω να χαμογελάω.