Translation meaning & definition of the word "keen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταφύγετε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Keen
[Κεν]/kin/
noun
1. A funeral lament sung with loud wailing
- synonym:
- keen
1. Μια κηδεία θρήνος τραγουδούσε με δυνατά θρήνους
- συνώνυμο:
- ενθουσιώδης
verb
1. Express grief verbally
- "We lamented the death of the child"
- synonym:
- lament ,
- keen
1. Εκφράστε τη θλίψη προφορικά
- "Λυπούμαστε για το θάνατο του παιδιού"
- συνώνυμο:
- λυγμόσ ,
- ενθουσιώδης
adjective
1. Having or demonstrating ability to recognize or draw fine distinctions
- "An acute observer of politics and politicians"
- "Incisive comments"
- "Icy knifelike reasoning"
- "As sharp and incisive as the stroke of a fang"
- "Penetrating insight"
- "Frequent penetrative observations"
- synonym:
- acute ,
- discriminating ,
- incisive ,
- keen ,
- knifelike ,
- penetrating ,
- penetrative ,
- piercing ,
- sharp
1. Έχοντας ή επιδεικνύοντας ικανότητα να αναγνωρίζει ή να αντλεί λεπτές διακρίσεις
- "Ένας παρατηρητής της πολιτικής και των πολιτικών"
- "Επικίνδυνα σχόλια"
- "Παγωμένη συλλογιστική"
- "Τόσο κοφτερό και κοπιαστικό όσο το εγκεφαλικό επεισόδιο ενός κτυπήματος"
- "Διεισδυτική διορατικότητα"
- "Συχνές διεισδυτικές παρατηρήσεις"
- συνώνυμο:
- οξεία ,
- διακρίνοντασ ,
- κοπτικόσ ,
- ενθουσιώδης ,
- παραπονεμένοσ ,
- διεισδυτικόσ ,
- διάτρηση ,
- αιχμηρός
2. Intense or sharp
- "Suffered exquisite pain"
- "Felt exquisite pleasure"
- synonym:
- exquisite ,
- keen
2. Έντονο ή αιχμηρό
- "Υπέφερε εξαιρετικό πόνο"
- "Ένιωσα εξαιρετική ευχαρίστηση"
- συνώνυμο:
- εξαιρετικός ,
- ενθουσιώδης
3. Very good
- "He did a bully job"
- "A neat sports car"
- "Had a great time at the party"
- "You look simply smashing"
- synonym:
- bang-up ,
- bully ,
- corking ,
- cracking ,
- dandy ,
- great ,
- groovy ,
- keen ,
- neat ,
- nifty ,
- not bad(p) ,
- peachy ,
- slap-up ,
- swell ,
- smashing
3. Πολύ καλό
- "Έπραξε μια δουλειά εκφοβισμού"
- "Ένα τακτοποιημένο σπορ αυτοκίνητο"
- "Πέρασα υπέροχα στο πάρτι"
- "Φαίνεσαι απλά να σπάει"
- συνώνυμο:
- παραπαίω ,
- φοβερίζω ,
- περιφράσσω ,
- ρωγμή ,
- πικραλίδα ,
- μεγάλη ,
- βουβώδησ ,
- ενθουσιώδης ,
- τακτοποιημένος ,
- ασήμαντοσ ,
- όχι κακό( ,
- ροδακινί ,
- αναταραχή ,
- πρήζονται ,
- συντρίβω
4. Painful as if caused by a sharp instrument
- "A cutting wind"
- "Keen winds"
- "Knifelike cold"
- "Piercing knifelike pains"
- "Piercing cold"
- "Piercing criticism"
- "A stabbing pain"
- "Lancinating pain"
- synonym:
- cutting ,
- keen ,
- knifelike ,
- piercing ,
- stabbing ,
- lancinate ,
- lancinating
4. Επώδυνη σαν να προκαλείται από ένα αιχμηρό όργανο
- "Ένας αέρας κοπής"
- "Καυτοί άνεμοι"
- "Κνιφελικό κρύο"
- "Διεγερτικοί πόνοι"
- "Κρύο"
- "Επιβαρυντική κριτική"
- "Ένας πόνος μαχαιριού"
- "Χαλαρώνοντας τον πόνο"
- συνώνυμο:
- κοπή ,
- ενθουσιώδης ,
- παραπονεμένοσ ,
- διάτρηση ,
- μαχαιρώνω ,
- λανκινώ ,
- λανκαρίσματοσ
5. Having a sharp cutting edge or point
- "A keen blade"
- synonym:
- keen
5. Έχοντας μια αιχμηρή αιχμή ή σημείο
- "Μια έντονη λεπίδα"
- συνώνυμο:
- ενθουσιώδης
Examples of using
He's keen on sports.
Ενδιαφέρεται για τον αθλητισμό.
Are you very keen about going with them?
Είστε πολύ ενδιαφέρονται να πάτε μαζί τους?
Flies have a keen sense of smell for decaying matter.
Οι μύγες έχουν μια έντονη αίσθηση της όσφρησης για την αποσύνθεση της ύλης.