Translation meaning & definition of the word "kayak" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καγιάκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kayak
[Καγιάκ]/kaɪæk/
noun
1. A small canoe consisting of a light frame made watertight with animal skins
- Used by eskimos
- synonym:
- kayak
1. Ένα μικρό κανό που αποτελείται από ένα ελαφρύ πλαίσιο που γίνεται στεγανό με δέρματα ζώων
- Χρησιμοποιείται από τους εσκιμώους
- συνώνυμο:
- καγιάκ
verb
1. Travel in a small canoe
- "We kayaked down the river"
- synonym:
- kayak
1. Ταξιδέψτε σε ένα μικρό κανό
- "Και κατεβάσαμε το ποτάμι"
- συνώνυμο:
- καγιάκ