Translation meaning & definition of the word "kat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kat
[Κατ]/kæt/
noun
1. The leaves of the shrub catha edulis which are chewed like tobacco or used to make tea
- Has the effect of a euphoric stimulant
- "In yemen kat is used daily by 85% of adults"
- synonym:
- kat ,
- khat ,
- qat ,
- quat ,
- cat ,
- Arabian tea ,
- African tea
1. Τα φύλλα του θάμνου κάθα εδούλη που μασούνται σαν καπνός ή χρησιμοποιούνται για να φτιάξουν τσάι
- Έχει την επίδραση ενός διεγερτικού ευφορίας
- "Στην υεμένη το κατ χρησιμοποιείται καθημερινά από το 85% των ενηλίκων"
- συνώνυμο:
- κατ ,
- χατ ,
- τεταρτ ,
- γάτα ,
- Αραβικό τσάι ,
- Αφρικανικό τσάι