Translation meaning & definition of the word "karma" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάρμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Karma
[Κάρμα]/kɑrmə/
noun
1. (hinduism and buddhism) the effects of a person's actions that determine his destiny in his next incarnation
- synonym:
- karma
1. (ινδουισμός και βουδισμός) τα αποτελέσματα των ενεργειών ενός ατόμου που καθορίζουν το πεπρωμένο του στην επόμενη ενσάρκωσή του
- συνώνυμο:
- κάρμα