Translation meaning & definition of the word "kali" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kali
[Κάλι]/kɑli/
noun
1. Bushy plant of old world salt marshes and sea beaches having prickly leaves
- Burned to produce a crude soda ash
- synonym:
- saltwort ,
- barilla ,
- glasswort ,
- kali ,
- kelpwort ,
- Salsola kali ,
- Salsola soda
1. Θαμνώδες φυτό του παλαιού κόσμου αλάτι έλη και θαλάσσιες παραλίες που έχουν φραγκοσυκιές
- Καίγεται για να παράγει μια ακατέργαστη τέφρα σόδας
- συνώνυμο:
- αλατιέρα ,
- μπαρίλα ,
- υαλοστάσιο ,
- κάλι ,
- κέλπουορτ ,
- Σαλσόλα Κάλι ,
- Σαλσόλα σόδα
2. Wife of siva and malevolent form of devi
- "The black"
- synonym:
- Kali
2. Σύζυγος της σίβα και κακόβουλη μορφή του ντέβι
- "Το μαύρο"
- συνώνυμο:
- Κάλι