Translation meaning & definition of the word "kaiser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εκπαιδευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kaiser
[Κάιζερ]/kaɪzər/
noun
1. The title of the holy roman emperors or the emperors of austria or of germany until 1918
- synonym:
- Kaiser
1. Ο τίτλος των αγίων ρωμαίων αυτοκρατόρων ή των αυτοκρατόρων της αυστρίας ή της γερμανίας μέχρι το 1918
- συνώνυμο:
- Κάιζερ