Translation meaning & definition of the word "jutting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραβώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jutting
[Στύψιμο]/ʤətɪŋ/
noun
1. The act of projecting out from something
- synonym:
- protrusion ,
- projection ,
- jut ,
- jutting
1. Η πράξη της προβολής από κάτι
- συνώνυμο:
- προεξοχή ,
- προβολή ,
- τζούντα ,
- περιπλανώμαι
adjective
1. Extending out above or beyond a surface or boundary
- "The jutting limb of a tree"
- "Massive projected buttresses"
- "His protruding ribs"
- "A pile of boards sticking over the end of his truck"
- synonym:
- jutting ,
- projected ,
- projecting ,
- protruding ,
- relieved ,
- sticking(p) ,
- sticking out(p)
1. Εκτείνεται πάνω ή πέρα από μια επιφάνεια ή ένα όριο
- "Το τρανταχτό άκρο ενός δέντρου"
- "Μαζικές προβαλλόμενες γλουτές"
- "Προεξέχουν τα πλευρά του"
- "Ένας σωρός από σανίδες κολλάει πάνω από το τέλος του φορτηγού του"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- προβλεπόμενοσ ,
- προβολή ,
- προεξέχοντασ ,
- ανακουφισμένος ,
- κολλητικό()<TAG1><TAG1> ,
- ξεπερνώντας το (π)