Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "justice" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικαιοσύνη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Justice

[Δικαιοσύνη]
/ʤəstəs/

noun

1. The quality of being just or fair

    synonym:
  • justice
  • ,
  • justness

1. Η ποιότητα του να είσαι δίκαιος ή δίκαιος

    συνώνυμο:
  • δικαιοσύνη
  • ,
  • δικαιότητα

2. Judgment involved in the determination of rights and the assignment of rewards and punishments

    synonym:
  • justice

2. Απόφαση που εμπλέκεται στον καθορισμό των δικαιωμάτων και την ανάθεση ανταμοιβών και τιμωριών

    συνώνυμο:
  • δικαιοσύνη

3. A public official authorized to decide questions brought before a court of justice

    synonym:
  • judge
  • ,
  • justice
  • ,
  • jurist

3. Δημόσιος υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να αποφασίσει ερωτήσεις που υποβάλλονται ενώπιον δικαστηρίου

    συνώνυμο:
  • δικαστής
  • ,
  • δικαιοσύνη
  • ,
  • νομικός

4. The united states federal department responsible for enforcing federal laws (including the enforcement of all civil rights legislation)

  • Created in 1870
    synonym:
  • Department of Justice
  • ,
  • Justice Department
  • ,
  • Justice
  • ,
  • DoJ

4. Ομοσπονδιακό τμήμα των ηνωμένων πολιτειών αρμόδιο για την επιβολή ομοσπονδιακών νόμων (, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής όλης της νομοθεσίας πεσίας γιας πετικών πεσίας γιας πεσίας γιας πουν πολης γιας πολίας πεσίας πεσιγγ)

  • Δημιουργήθηκε το 1870
    συνώνυμο:
  • Τμήμα Δικαιοσύνης
  • ,
  • Δικαιοσύνη
  • ,
  • Ντόχ

Examples of using

My grandfather was a justice of the peace.
Ο παππούς μου ήταν δικαιοσύνη της ειρήνης.
Tom will be brought to justice for his crimes.
Ο Τομ θα οδηγηθεί στη δικαιοσύνη για τα εγκλήματά του.
The photo doesn't do us justice.
Η φωτογραφία δεν μας κάνει δικαιοσύνη.