Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "just" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "δίκαιο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Just

[Μόλις]
/ʤəst/

adjective

1. Used especially of what is legally or ethically right or proper or fitting

  • "A just and lasting peace"- a.lincoln
  • "A kind and just man"
  • "A just reward"
  • "His just inheritance"
    synonym:
  • just

1. Χρησιμοποιείται ειδικά για το τι είναι νομικά ή ηθικά σωστό ή σωστό ή κατάλληλο

  • "Μια δίκαιη και διαρκής ειρήνη" - incoln
  • "Ένας ευγενικός και δίκαιος άνθρωπος"
  • "Μια δίκαιη ανταμοιβή"
  • "Δίκαιη κληρονομιά του"
    συνώνυμο:
  • μόλις

2. Fair to all parties as dictated by reason and conscience

  • "Equitable treatment of all citizens"
  • "An equitable distribution of gifts among the children"
    synonym:
  • equitable
  • ,
  • just

2. Δίκαιο για όλα τα μέρη όπως υπαγορεύεται από τη λογική και τη συνείδηση

  • "Δίκαιη μεταχείριση όλων των πολιτών"
  • "Μια δίκαιη κατανομή των δώρων στα παιδιά"
    συνώνυμο:
  • δίκαιος
  • ,
  • μόλις

3. Free from favoritism or self-interest or bias or deception

  • Conforming with established standards or rules
  • "A fair referee"
  • "Fair deal"
  • "On a fair footing"
  • "A fair fight"
  • "By fair means or foul"
    synonym:
  • fair
  • ,
  • just

3. Απαλλαγμένο από ευνοιοκρατία ή προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη ή εξαπάτηση

  • Συμμόρφωση με καθιερωμένα πρότυπα ή κανόνες
  • "Ένας δίκαιος διαιτητής"
  • "Δίκαιη συμφωνία"
  • "Σε δίκαιη βάση"
  • "Μια δίκαιη μάχη"
  • "Με δίκαια μέσα ή φάουλ"
    συνώνυμο:
  • δίκαιος
  • ,
  • μόλις

4. Of moral excellence

  • "A genuinely good person"
  • "A just cause"
  • "An upright and respectable man"
    synonym:
  • good
  • ,
  • just
  • ,
  • upright

4. Ηθικής αριστείας

  • "Ένας πραγματικά καλός άνθρωπος"
  • "Μια δίκαιη αιτία"
  • "Ένας όρθιος και αξιοσέβαστος άνθρωπος"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • μόλις
  • ,
  • όρθιος

adverb

1. And nothing more

  • "I was merely asking"
  • "It is simply a matter of time"
  • "Just a scratch"
  • "He was only a child"
  • "Hopes that last but a moment"
    synonym:
  • merely
  • ,
  • simply
  • ,
  • just
  • ,
  • only
  • ,
  • but

1. Και τίποτα παραπάνω

  • "Απλώς ρωτούσα"
  • "Είναι απλά θέμα χρόνου"
  • "Μόνο μια γρατσουνιά"
  • "Ήταν μόνο ένα παιδί"
  • "Ελπίζει ότι διαρκεί μόνο μια στιγμή"
    συνώνυμο:
  • απλώς
  • ,
  • απλά
  • ,
  • μόλις
  • ,
  • μόνο
  • ,
  • αλλά

2. Indicating exactness or preciseness

  • "He was doing precisely (or exactly) what she had told him to do"
  • "It was just as he said--the jewel was gone"
  • "It has just enough salt"
    synonym:
  • precisely
  • ,
  • exactly
  • ,
  • just

2. Ένδειξη ακρίβειας ή ακρίβειας

  • "Έκανε ακριβώς (ή ακριβώς) αυτό που του είχε πει να κάνει"
  • "Ήταν ακριβώς όπως είπε--το κόσμημα είχε φύγει"
  • "Έχει αρκετό αλάτι"
    συνώνυμο:
  • ακριβώς
  • ,
  • ακριβώς ακριβώς
  • ,
  • μόλις

3. Only a moment ago

  • "He has just arrived"
  • "The sun just now came out"
    synonym:
  • just
  • ,
  • just now

3. Μόνο πριν από λίγο

  • "Μόλις έφτασε"
  • "Ο ήλιος μόλις τώρα βγήκε"
    συνώνυμο:
  • μόλις
  • ,
  • μόλις τώρα

4. Absolutely

  • "I just can't take it anymore"
  • "He was just grand as romeo"
  • "It's simply beautiful!"
    synonym:
  • just
  • ,
  • simply

4. Απολύτως

  • "Απλά δεν αντέχω άλλο"
  • "Ήταν απλώς μεγαλειώδης ως ρωμαίος"
  • "Είναι απλά όμορφο!"
    συνώνυμο:
  • μόλις
  • ,
  • απλά

5. Only a very short time before

  • "They could barely hear the speaker"
  • "We hardly knew them"
  • "Just missed being hit"
  • "Had scarcely rung the bell when the door flew open"
  • "Would have scarce arrived before she would have found some excuse to leave"- w.b.yeats
    synonym:
  • barely
  • ,
  • hardly
  • ,
  • just
  • ,
  • scarcely
  • ,
  • scarce

5. Μόνο πολύ λίγο πριν

  • "Μετά βίας άκουγαν τον ομιλητή"
  • "Σχεδόν δεν τους ξέραμε"
  • "Απλά έχασα να χτυπηθώ"
  • "Μετά βίας χτύπησε το κουδούνι όταν άνοιξε η πόρτα"
  • "Δεν θα είχε φτάσει πριν βρει κάποια δικαιολογία για να φύγει" - wbyeats
    συνώνυμο:
  • μόλις
  • ,
  • δύσκολα
  • ,
  • ελάχιστα
  • ,
  • σπάνιος

6. Exactly at this moment or the moment described

  • "We've just finished painting the walls, so don't touch them"
    synonym:
  • just

6. Ακριβώς αυτή τη στιγμή ή τη στιγμή που περιγράφεται

  • "Μόλις τελειώσαμε το βάψιμο των τοίχων, οπότε μην τους αγγίζετε"
    συνώνυμο:
  • μόλις

Examples of using

Someone just turned off the lights.
Κάποιος μόλις έσβησε τα φώτα.
The facts are just the reverse of what Tom told you.
Τα γεγονότα είναι ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που σου είπε ο Τομ.
We can survive without food... just not for too long.
Μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς φαγητό... απλά όχι για πολύ καιρό.