Translation meaning & definition of the word "jurist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζουριστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jurist
[Νομικός]/ʤʊrəst/
noun
1. A legal scholar versed in civil law or the law of nations
- synonym:
- jurist ,
- legal expert
1. Ένας νομικός μελετητής που είναι έμπειρος στο αστικό δίκαιο ή στο δίκαιο των εθνών
- συνώνυμο:
- νομικός ,
- νομικός εμπειρογνώμονας
2. A public official authorized to decide questions brought before a court of justice
- synonym:
- judge ,
- justice ,
- jurist
2. Δημόσιος υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να αποφασίσει ερωτήσεις που υποβάλλονται ενώπιον δικαστηρίου
- συνώνυμο:
- δικαστής ,
- δικαιοσύνη ,
- νομικός