Translation meaning & definition of the word "jurisprudence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νομολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jurisprudence
[Νομολογία]/ʤʊrəsprudəns/
noun
1. The branch of philosophy concerned with the law and the principles that lead courts to make the decisions they do
- synonym:
- jurisprudence ,
- law ,
- legal philosophy
1. Ο κλάδος της φιλοσοφίας ασχολείται με το νόμο και τις αρχές που οδηγούν τα δικαστήρια να λάβουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν
- συνώνυμο:
- νομολογία ,
- νόμος ,
- νομική φιλοσοφία
2. The collection of rules imposed by authority
- "Civilization presupposes respect for the law"
- "The great problem for jurisprudence to allow freedom while enforcing order"
- synonym:
- law ,
- jurisprudence
2. Η συλλογή των κανόνων που επιβάλλονται από την αρχή
- "Ο πολιτισμός προϋποθέτει σεβασμό στο νόμο"
- "Το μεγάλο πρόβλημα της νομολογίας να επιτρέπει την ελευθερία ενώ επιβάλλει την τάξη"
- συνώνυμο:
- νόμος ,
- νομολογία