Translation meaning & definition of the word "jurisdiction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικαιοδοσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jurisdiction
[Δικαιοδοσία]/ʤʊrəsdɪkʃən/
noun
1. (law) the right and power to interpret and apply the law
- "Courts having jurisdiction in this district"
- synonym:
- legal power ,
- jurisdiction
1. (νυ) το δικαίωμα και τη δύναμη να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το νόμο
- "Δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία σε αυτή την περιοχή"
- συνώνυμο:
- νομική ισχύς ,
- δικαιοδοσία
2. In law
- The territory within which power can be exercised
- synonym:
- jurisdiction
2. Στο νόμο
- Το έδαφος εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί η εξουσία
- συνώνυμο:
- δικαιοδοσία
Examples of using
It's outside your jurisdiction.
Είναι εκτός της δικαιοδοσίας σας.
This escapes my jurisdiction.
Αυτό ξεφεύγει από τη δικαιοδοσία μου.