Translation meaning & definition of the word "juncture" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκυρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Juncture
[Συγκυρία]/ʤəŋkʧər/
noun
1. An event that occurs at a critical time
- "At such junctures he always had an impulse to leave"
- "It was needed only on special occasions"
- synonym:
- juncture ,
- occasion
1. Ένα γεγονός που συμβαίνει σε μια κρίσιμη στιγμή
- "Σε τέτοιες συζητήσεις είχε πάντα μια παρόρμηση να φύγει"
- "Χρειαζόταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις"
- συνώνυμο:
- συγκυρία ,
- περίσταση
2. A crisis situation or point in time when a critical decision must be made
- "At that juncture he had no idea what to do"
- "He must be made to realize that the company stands at a critical point"
- synonym:
- juncture ,
- critical point ,
- crossroads
2. Μια κατάσταση κρίσης ή σημείο στο χρόνο όπου πρέπει να ληφθεί μια κρίσιμη απόφαση
- "Εκείνη τη στιγμή δεν είχε ιδέα τι να κάνει"
- "Πρέπει να γίνει για να συνειδητοποιήσει ότι η εταιρεία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο"
- συνώνυμο:
- συγκυρία ,
- κρίσιμο σημείο ,
- σταυροδρόμι
3. The shape or manner in which things come together and a connection is made
- synonym:
- articulation ,
- join ,
- joint ,
- juncture ,
- junction
3. Το σχήμα ή τον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα ενώνονται και γίνεται μια σύνδεση
- συνώνυμο:
- άρθρωση ,
- συμμετέχω ,
- κοινός ,
- συγκυρία ,
- διασταύρωση