Translation meaning & definition of the word "jumpy" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "άλμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jumpy
[Πηδηχτός]/ʤəmpi/
adjective
1. Being in a tense state
- synonym:
- edgy ,
- high-strung ,
- highly strung ,
- jittery ,
- jumpy ,
- nervy ,
- overstrung ,
- restive ,
- uptight
1. Το να είσαι σε τεταμένη κατάσταση
- συνώνυμο:
- νευρικός ,
- ψηλά κορδόνια ,
- πολύ αρματωμένο ,
- νευρικόσ ,
- πηδηχτός ,
- υπερβολικά ,
- ανήσυχος ,
- σφιχτά
2. Causing or characterized by jolts and irregular movements
- "A rough ride"
- synonym:
- rough ,
- rocky ,
- bumpy ,
- jolty ,
- jolting ,
- jumpy
2. Προκαλώντας ή χαρακτηρίζεται από τραντάγματα και ακανόνιστες κινήσεις
- "Μια δύσκολη βόλτα"
- συνώνυμο:
- τραχύς ,
- βραχώδης ,
- ανώμαλος ,
- εύθυμοσ ,
- τραντάγματα ,
- πηδηχτός
Examples of using
Why are you so jumpy?
Γιατί είσαι τόσο πηδηχτός;