Translation meaning & definition of the word "juicy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Juicy
[Ζουμερό]/ʤusi/
adjective
1. Full of juice
- synonym:
- juicy
1. Γεμάτος χυμό
- συνώνυμο:
- ζουμερός
2. Having strong sexual appeal
- "Juicy barmaids"
- "A red-hot mama"
- "A voluptuous woman"
- "A toothsome blonde in a tight dress"
- synonym:
- juicy ,
- luscious ,
- red-hot ,
- toothsome ,
- voluptuous
2. Έχοντας ισχυρή σεξουαλική έκκληση
- "Παγωμένα μπάρμανα"
- "Μια καυτή μαμά"
- "Μια πολυτάραχη γυναίκα"
- "Μια οδοντωτή ξανθιά σε ένα σφιχτό φόρεμα"
- συνώνυμο:
- ζουμερός ,
- απολαυστικός ,
- κόκκινο-καυτό ,
- οδοντωτόσ ,
- πληθωρικόσ
3. Lucrative
- "A juicy contract"
- "A nice fat job"
- synonym:
- fat ,
- juicy
3. Προσοδοφόρος
- "Μια ζουμερή σύμβαση"
- "Μια ωραία δουλειά"
- συνώνυμο:
- λίπος ,
- ζουμερός
4. Suggestive of sexual impropriety
- "A blue movie"
- "Blue jokes"
- "He skips asterisks and gives you the gamy details"
- "A juicy scandal"
- "A naughty wink"
- "Naughty words"
- "Racy anecdotes"
- "A risque story"
- "Spicy gossip"
- synonym:
- blue ,
- gamy ,
- gamey ,
- juicy ,
- naughty ,
- racy ,
- risque ,
- spicy
4. Υπαινισσόμενοι για σεξουαλική απιθανότητα
- "Μια γαλάζια ταινία"
- "Μπλε αστεία"
- "Παραλείπει τους αστερίσκους και σας δίνει τις λεπτομέρειες παιχνιδιού"
- "Ένα ζουμερό σκάνδαλο"
- "Ένα άτακτο βρυχηθμό"
- "Άτακτες λέξεις"
- "Ανέκδοτα της εξουσίας"
- "Μια αποκρουστική ιστορία"
- "Πικάντικο κουτσομπολιό"
- συνώνυμο:
- μπλε ,
- γαμημένοσ ,
- παιχνιδιάρησ ,
- ζουμερός ,
- άτακτος ,
- τραγανόσ ,
- περίπτωση αναπνοής ,
- πικάντικος
Examples of using
The figs of Atush are sweet and juicy.
Τα σύκα του Ατούσ είναι γλυκά και ζουμερά.